Η ΟΠΤΙΚΗ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑ


Ήταν εύθραυστη. Σχεδόν γυάλινη. Έκρυβε τόσα πολλά μυστικά που ούτε καν η ίδια ήξερε, μα και τόση δύναμη που επίσης δεν είχε ανακαλύψει. Προσπαθούσε κάθε μέρα να ξυπνήσει, κάνοντας restart την στιγμή που άκουγε το ξυπνητήρι. Τα κατάφερνε καλά. Ήξερε να ξεκινάει απο το μηδέν και να φτάνει στα όρια του κάθε θέματος. Φτάνοντας στα όρια του θέματος πολλες φορές όμως, έφτανε και στα δικά της. Είχε κουραστεί να αισθάνεται το ενδιάμεσο μιάς μεταβατικής κατάστασης του εκάστοτε ανθρώπου.
Είχε κουραστεί να δίνει και στο τέλος να φαίνεται πως δεν έδινε τίποτα. Κουράστηκε να περιμένει τα ταγμένα που της είχαν πει πως θα της δώσουν και στο τέλος, όχι μόνο να μην τα παίνρει, αλλά να νιώθει πιο άδεια από ποτέ. Άραγε θα μάθαινε τους ανθρώπους; Θα μάθαινε τουλάχιστον να μην πληγώνεται από αυτούς; Θα μάθαινε να τους γράφει παραδειγματικά και να συνεχίζει την ζωή της; Θα μάθαινε να ζει με το κενό που της είχαν πλασσάρει για τα πάντα; Ή απλα θα συνίθιζε; Γιατί τελικά όλα ήταν μια συνήθεια. Ακόμα και το σ' αγαπώ που άκουγε, έτσι έμοιαζε πια.

Η κινητήριος δύναμη της ήταν η θλίψη. Το είχε σημειώσει για πλάκα παλιά σε ένα τετράδιο πως μόνο όταν αισθανόταν θλίψη, ένιωθε και πλήρη διαύγεια. Το συναίσθημα που την πυροδοτούσε ήταν εκείνος ο κόμπος στο στομάχι, ίδιος με εκέινον που εμφανίζεται την ώρα που σου λένε όλα όσα φοβάσαι. Που εύχεσαι ποτέ κανείς να μην σου πει. Να μην σκεφτεί καν αλλά το κάνει.

Ένα ακόμα προσόν που είχε αλλά υποτιμούσε πολυ συχνά ήταν η δύναμη και το κουράγιο της να σηκώνεται μετά απο κάθε πτώση. Να μαζεύει τα κομμάτια του εναπομείναντα ευατού της, να τα οργανώνει, να τα βελτιώνει, να τα εξελίσσει πολλές φορές και να τα συναρμολογεί πιο σωστά από ποτέ. Γιατί κάθε φορά που κάποιος την πλήγωνε, την υποτιμούσε, την έφτασε σε αδιέξοδο και σε σκοτείνα μονοπάτια του μυαλού της, αυτή έτρεχε. Έτρεχε και έβριζε. Έβριζε που είχε εμπιστευτεί, που είχε πιστεψει, που είχε ανοιχτεί. Που είχε νιώσει. Γιατί όλα εν τέλη, όπως έλεγε κι ένας γνωστός της ήταν θέμα λογικής-συναισθήματος κι αυτή είχε πέσει στην λούπα της δεύτερης μεταβλητής. Πίστευε πως όταν ερχόταν η κατάλληλη στιγμή θα ελευθερωνόταν από τους δαίμονες της και για μια φορα θα ζούσε έτσι όπως ήθελε. Κι όντως έτσι είχε γίνει. Αλλά μόνο αυτή είχε αισθανθεί την απελευθέρωση αυτή.

Έτρεχε γιατί δεν μπορούσε να αναπνεύσει το καυσαέριο της σκέψης που ερχόταν και μόλυνε τα τόσο καθαρά και πρωτόγνωρα πράγματα που είχε μέσα της. Υποτιμούσε τον εαυτό της. Κάθε φορά που γινόταν κάτι ομως, τον υποτιμούσε λιγότερο. Και λιγότερο. Και ένα τσικ πιο λίγο. Μέχρι που έφτασε στο σημείο να περνάει τα δυσάρεστα σχεδόν σε fast forward. Περίμενε τον χρόνο να την βοηθήσει, άλλωστε έιχε αποδειχτεί ένας από τους πιο δυνατούς συμμάχους στη πορεία της.

Για ακόμα μία φορά περίμενε λοιπόν υπομονετικά. Αλλά είχε κουραστεί να περιμένει πια. Δεν ήξερε αν έπρεπε να περιμένει ή να τρέξει όντως. Θυμήθηκε τα λόγια της φίλης της, όταν μιλούσαν πριν λίγες μέρες. Φύγε όσο πιο γρήγορα μπορείς της είχε πει. Μήπως ήταν προφητικά;

Ανοιγόκλεισε τα υγρά βλεφαρά της, κοίταξε έξω από το παράθυρο τον ήλιο να δύει και άκουσε τους ήχους της πόλης. Όλα ακούγονταν τόσο ήρεμα και γαλήνια, ερχόμενα σε μια τόσο μεγάλη αντιφατική σύγκρουση με το μέσα της, σχεδόν ποιητική. Έβγαλε χαρτί και στυλό και ακούμπησε τα κομμάτια της πάνω στο χαρτί. Μερικά είχαν αλλάξει, κάποια είχαν καταστραφεί και να που έβλεπε και πολλά βελτιωμένα ή καινούρια. Αυτά που την πονούσαν πιο πολύ όμως, ήτα αυτά που έπρεπε να διαγράψει μόνη της. Όλα όμως ήταν κατάδικα της. Τα έβλεπε και τα παρατηρούσε. Τα δικά της κομμάτια. Είχε έρθει η ώρα να τα βάλει πάλι στην θέση τους.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ΜΕΡΕΝΤΑ ΚΙ ΕΓΩ

THE F**K IT LIST

ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΑ ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΗ