ΤΥΧΑΙΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ


Προτεινόμενο soundtrack : Faydee Ft Lazy J - Laugh Till You Cry
 
Μύριζε αλκοόλ και τσιγάρο. Ακόμα και μέσα στην σκηνή μας υπήρχε καπνός. Ήταν δικός μας, των δίπλα και των μπροστινών. Ή όλων μαζί. Δεν καταλάβαινα γιατί φορούσα άρωμα αφού η αλμύρα είχε νοτίσει τόσο έντονα το δέρμα μου που θα μπορούσε κάποιος να με παρομοιάσει με πλάσμα της θάλασσας. Ήμουν χαλαρή και κοιτούσα τα αστέρια ξαπλωμένη σε μια πετσέτα κοντά στην σκηνή που είχαμε στήσει σχεδόν στο κέντρο του κάμπινγκ. Από απέναντι ακουγόταν ένα γνωστό τραγούδι από Tomorrowland, λίγο πιο πέρα ηχούσε Φωτιά με Φωτιά και κάπου μακριά άκουγα Ρούντολφ το ελαφάκι.

Κάθε τόσο περνούσαν άγνωστοι και μου χαμογελούσαν. Μερικοί σταματούσαν και μου πρόσφεραν τσιγάρο ή μπύρα, άλλοι πάλι απλά έρχονταν για να γνωριστούμε. Αυθάδεις, αυθόρμητοι ίσως και παρορμητικοί, αγενείς πολλές φορές οι περισσότεροι, αλλά με μια δόση καλοκαιρινής ευγένειας κατάφερναν να φύγουν χωρίς να τους βρίσω. Αλλά έτσι γίνεται στις διακοπές. Όλοι φοράνε το καλύτερο χαμόγελο τους, βγάζουν προς τα έξω το βέλτιστο πρόσωπο του χαρακτήρα τους και ευελπιστούν να περάσουν τέλεια. Και συνήθως έτσι γίνεται. Μπορεί γιατί είμαστε άγνωστοι μεταξύ αγνώστων. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζουμε.

Ήταν η δεύτερη μέρα της διαμονής μας (εμού και των φιλενάδων μου) στο γνωστό φοιτητικό κάμπινγκ. Αποφασίσαμε πως σήμερα το βράδυ θα βάζαμε τα καλά-πρόχειρα ρούχα μας και θα πηγαίναμε στο Beach bar κατά τις τέσσερις το χάραμα, σημείο αναφοράς για όλους όσους ήθελαν να χορέψουν, να πιουν και να περάσουν καλά. Ή απλά να βρουν μέρος για την πέσουν ο ένας στον άλλον. Γιατί αυτό γινόταν στο Ποσείδι εδώ και χρόνια. Γκομενοκαταστάσεις. Όλα εκτυλίσσονταν γύρω από το αντίθετο φύλλο. Τι θα βάλεις, τι θα πεις, τι θα πιεις, πως θα φερθείς, που θα στήσεις σκηνή, πως θα στήσεις σκηνικό και όλα τα υπόλοιπα. Αν και δεν είχα τέτοιες βλέψεις, ήθελα να πάω στο μπαρ το βράδυ για να χορέψω και να δω όλους τους γνωστούς που είχα συναντήσει στην παράλια την ώρα που τσουρουφλιζόμουν από το λάδι που είχα απλώσει στο δίμετρο φιδίσιο κορμάκι μου.

Όταν φτάσαμε ήταν νωρίς, ούτε τρεις και μίση (πιστέψτε μιλάμε ήταν ακόμα μέρα για τα ωράρια του κάμπινγκ), πιάσαμε μια ωραιότατη θέση ανάμεσα στο μπαρ και την θάλασσα και ξεκινήσαμε να χορεύουμε σαν να βρισκόμασταν σε πάρτι γενεθλίων. Σε λιγότερο από μια ώρα το μαγαζί ασφυκτιούσε από κόσμο, όπως και τα πνευμονία μας από καπνό. Τίποτα δεν με σταματούσε όμως από το να συνεχίσω τον χορό. Μετά από πάρα πολύ καιρό ένιωθα πως μπορούσα να είμαι ο εαυτός μου, μέσα στο πλήθος. Να ακούσω μουσική και αντί να κλάψω, να γελάσω δυνατά. Να κοροϊδέψω όποιον ήθελα, χωρίς να παρεξηγηθεί γιατί θα ήταν πιωμένος. Να μιλήσω σε τελείως αγνώστους και να πω όλη την ιστορία της ζωής μου γιατί αύριο ποιος ξέρει, μπορεί να μην θυμόταν ο ένας την φάτσα του άλλου.

Ζαλιζόμουν και τσίριζα. Μιλούσα και γελούσα. Τραγουδούσα δυνατά και χόρευα ανεξέλενκτα. Αισθανόμουν απλά περίφημα. Γύρω στις οχτώ και μίση αποφασίσαμε πως ήρθε η ώρα να αποχωρήσουμε και να πάμε για πρωινό. Η βραδιά είχε τελειώσει, είχε ξεκινήσει η μέρα πια. Μια καινούρια μέρα. Που θα περνούσα πάλι τέλεια, μοναδικά, μέσα στην τρέλα, την βρωμιά, τα χαχανητά, την βλακεία και την ανωριμότητα της ηλικίας μου, χωρίς να νοιάζομαι τι είχε συμβεί παλιά ή τι επρόκειτο να συμβεί μετά. Ζούσα για το τώρα. Μόνο που κάποιος σκέφτηκε να με κάνει να θυμηθώ για λίγο τα παλιά μου και να χαλάσω για λίγο το μέλλον μου.

Καθώς τρώγαμε και γελούσαμε με τα μούτρα μας, τρία αγόρια πλησίασαν και κάθισαν μαζί μας, χωρίς προειδοποίηση. Έτσι γινόταν άλλωστε. Έβρισκες θέση; Καθόσουν. Δεν έδωσα σημασία αφοσιωμένη στο καλτσόνε μου. Κατάλαβα πως ο απέναντι τύπος ήταν πιωμένος και άρχισα να τον πειράζω. Τον αποκαλούσα ''Ζουζούνι'' και αυτός γελούσε σαν να του έλεγα ανέκδοτα με την μικρή Αννούλα. Σε κάποια φάση λοιπόν, κι ενώ έχει τελειώσει το καλτσόνε και η συγκέντρωση μου για τον υπόλοιπο κόσμο έχει επανέλθει, συνειδητοποιώ πως διπλά μου κάθεται ένα παιδί που μου θυμίζει κάτι. Πολύ. Κάτι πολύ γνώριμο. Τον βλέπω, τον ξαναβλέπω. No memory stick. Δεν μπορούσα να θυμηθώ. Ψήλος μελαχρινός, στυλάκι με airmax παπούτσι, ρολόι, βερμούδα χαμηλά και γένια. Κλασσικός κάγκουρας. Το στυλ μου.

Ξεκινάμε μιλάμε, γελάμε, μιλάμε πιο πολύ και γελάμε ακόμα παραπάνω. Όλη η φάση παρέπεμπε σε ντεζαβού, χωράς να ξέρω το γιατί. Απλά μου θύμιζε κάτι. Ένα συναίσθημα είχε καρφωθεί μέσα μου, αυτό της επιφυλακτικότητας. Και το πιο ανησυχητικό ήταν ότι πήγαζε από το μυαλό κι όχι από την κάρδια μου. Αφού φάγαμε (παραφάγαμε βασικά) ήρθε η ώρα του γυρισμού στις σκηνές. Με ρώτησε αν μπορεί να με συνοδέψει και αφού πήρε και την έγκριση των συγκατοίκων μου, περπατήσαμε δίπλα-δίπλα μέχρι να φτάσουμε ''σπίτι''. Οι δυο φιλές μου έτρεξαν κατευθείαν να κοιμηθούν, αλλά εγώ έκατσα έξω από την σκηνή μαζί του. Έτσι χωρίς λόγο. Σαν να ήταν το πλέον δεδομένο. Σαν να είχε ξαναγίνει. Σαν να το περίμενε και αυτός, είχε κάτσει χαλαρά κάτω στο έδαφος και με περίμενε. Ένιωθα πως το σκηνικό είχε επαναληφθεί, αλλά δεν ήταν δυνατόν. Δεν μπορούσε!

Με φλέρταρε και ήταν ίσως ο μονός που το είχε πετύχει αξιοπρεπώς. Περνούσαμε όμορφα, όταν μια ιδέα φώτισε το πρόσωπο μου. Μια σκέψη. Μια ερώτηση. Πριν όμως ανοίξω το στόμα μου, σώπασα και ταυτόχρονα με έπιασε εσωτερική λογοδιάρροια. Έμενε στην ίδια περιοχή με τον '' Πρώην Κολλητό'' μου, είχαν πάει στο ίδιο σχολείο, έπαιζαν στα ίδια στενά μπάσκετ. Πόσες πιθανότητες υπήρχαν να τον ήξερε; Χωρίς να το σκεφτώ άλλο ξεστόμισα το όνομα του Κολλητού μου και την ερώτηση αν τον ήξερε. Αυτός γέλασε και μου είπε πως ναι. Και το είπε με τέτοια φυσικότητα που μέσα μου κατάλαβα πως ήταν φίλοι-φιλαράκια κι όχι μόνο γνωστοί. Δεν τον πίστεψα και τον ψάρωσα να δω αν με κορόιδευε, μα ο μονός που κοροϊδευόταν ήταν ο ίδιος μου ο εαυτός.

Τα επόμενα λεπτά δεν τα θυμάμαι και πολύ. Ζούσα σε μια παραζάλη  συναισθημάτων και αναμνήσεων. Κάπως έτσι κατάλαβα, πως το ντεζαβού που ένιωθα ήταν ο τρόπος γνωριμίας μας, το στυλάκι του ''Καινούργιου Κολλητού'', τα αστεία του, ο τρόπος συμπεριφοράς του και η απίστευτη ομοιότητα του με τον original Κολλητό μου. Μου μιλούσε, αλλά δεν τον άκουγα. Με φώναζε αλλά δεν αντιδρούσα. Ήρθε κοντά μου και προσπάθησε να με φιλήσει, αλλά ήμουν υπερβολικά αδύναμη για να κάνω κάτι τέτοιο. Μόλις κατάλαβε ότι δεν επικοινωνούσα σηκώθηκε και με κοίταξε. Μου ζήτησε τον αριθμό μου, αλλά δεν τον έδωσα. Μου ζήτησε Facebook, μα δεν υπήρχε περίπτωση να του το πω <<Θα σε βρω, να το ξέρεις>> είπε και μετά έφυγε αφού ξεστόμισε ένα <<Μιλάμε>>. Με το που το είπε ήξερα μέσα μου πως δεν θα τον ξαναδώ στο κάμπινγκ ή γενικότερα στην ζωή μου.

Είχε έρθει για να με αναστατώσει. Να με κάνει να στεναχωρηθώ, να πλαντάξω στο κλάμα κι εν τέλη να νιώσω πιο θλιμμένη από ποτέ, που ακόμα και στις διακοπές μου δεν μπορούσα να τον ξεχάσω. Ήταν παντού, ακόμα και τόσο καιρό μετά. Όταν έφτασα σπίτι, το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν η απουσία του στην ζωή μου και η συνεχής προσπάθειά μου να τον βάλω με κάποιον τρόπο στην καθημερινότητα μου. Πιθανότατα δεν θα τον ξεπερνούσα ποτέ. Μπορεί έτσι να γινόταν πάντα με την πρώτη αγάπη. Μπορεί πάλι εγώ να ήμουν η εξαίρεση και να έμενα κολλημένη, αρνούμενη να προχωρήσω. Μακάρι να μπορούσα να δώσω μια λογική εξήγηση, έτσι όπως κάνω κάθε φορά στο τέλος κάθε άρθρου, μα αυτήν την φορά ήθελα απλά να μοιραστώ την σκέψη μου. Να βγάλω από μέσα μου την μαυρίλα και να την διώξω μακριά μου.

Το επόμενο πρωί, όπως κάθε μέρα πήρα τον καφέ μου κι έκατσα μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή μου, συγκεκριμένα στο Facebook. Μια ειδοποίηση είχε καρφιτσωθεί στο εικονίδιο των αιτημάτων φιλίας. Πριν το ανοίξω ήξερα τι θα έβλεπα. Ο ''Καινούργιος μου Κολλητός'' με είχε βρει. Μην ρωτάτε πως ή γιατί, δεν έχω την απάντηση. Ένα πράγμα ξέρω μόνο. Η ιστορία δεν τελειώνει εδώ, να μου το θυμηθείτε.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ΜΕΡΕΝΤΑ ΚΙ ΕΓΩ

THE F**K IT LIST

ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΑ ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΗ