EX AND THE CITY
Προτεινόμενο soundtrack : The Pierces-I don't need you
Περπατούσα
μόνη μου στο κέντρο της πολης, κάνοντας
την γνωστή μου διαδρομή για να φτάσω
σπίτι. Ήμουν πολύ κουρασμένη απ' όλη την
εβδομάδα και αρκετά συγχυσμένη με το
πρόγραμμα των μαθημάτων που είχα δηλώσει.
Κι ενώ προχωρούσα υπερήφανη που φορούσα
μια πολύχρωμη κορδέλα περασμένη σε μια
πρόχειρη πλεξούδα, που ανέμιζε εντελώς
τυχαία κάθε δυο λεπτά, τον είδα. Ήταν
μπροστά μου και καθόταν σε ένα γνωστό
γωνιακό μαγαζί στην Αριστοτέλους. Εκεί
ήταν και η τελευταία φορά που είχαμε
συναντηθεί, αναλογίστηκα σιωπηλά. Έβγαλα
τα γυαλιά μου για να τον δω καλυτέρα.
Πολλές φορές η όραση μου, μου είχε παίξει
περίεργα παιχνίδια και τον εμφάνιζε
μπροστά μου, χωρίς να υπάρχει εκεί
πραγματικά. Είχα καταλήξει να προσέχω
κάθε φάτσα που περνούσε από διπλά μου.
Ένιωθα πως η πόλη ήταν στοιχειωμένη.
Από το φάντασμα του.
Είχα
ευχηθεί πάμπολλες φορές να τον πετύχω
τυχαία στον δρόμο. Αν και μας χώριζαν
δυο λεωφορεία, θα μπορούσα να βρω τρόπο
να τον ξαναδώ. Να βρω μια αφορμή και να
ξαναπάω στα λημέρια του. Τον πρώτο καιρό
της απουσίας του, δεν μπορούσα να καταλάβω
αν είμαι τρελή ή όχι. Τον έβλεπα παντού.
Στην σχολή, στις βόλτες, στον χορό. Υπήρχε
σε κάθε τραγούδι, κάθε στοίχο, σε κάθε
θλιμμένο ποίημα και σε κάθε γκράφιτι
με αφιέρωση. Ήταν μέσα στο δωμάτιο μου,
από την χαρτοπετσέτα που είχαμε γράψει
τα ονόματα μας μέχρι το δώρο που μου
είχε πάρει στην γιορτή μου. Όπου κι αν
γυρνούσα έβλεπα ένα ακόμα κομμάτι του,
εγκλωβισμένο στην καθημερινότητα μου.
Και το χειρότερο ήταν πως εγώ η ιδία, το
ίδιο μου το μυαλό και η κάρδια, το
εγκλώβιζαν, το παγίδευαν και το κρατούσαν.
Σαν να προσπαθούσα να σώσω την παραμικρή
λεπτομέρεια από εμάς. Με ακλουθούσε
παντού. Τελικά υπήρχαν φαντάσματα. Και
το δικό μου ήταν ένα πολύ οικείο.
Αφού
έκανα όλες τις αστραπιαίες σκέψεις που
μπορεί να κάνει ένας ανθρωπινός (και
ξανθός) εγκέφαλος, αποφάσισα πως δεν
ήθελα να με δει. Δεν ήθελα να συναντηθούν
τα βλέμματα μας, ούτε να πούμε τα νέα
μας, βιαστικά σε μια προσπάθεια να
φανούμε ''φυσιολογικοί γνωστοί'', γιατί
δεν ήμασταν. Δεν ήμασταν όμως ούτε φίλοι.
Ήμασταν άγνωστοι με παρελθόν. Ένα
παρελθόν που με στοίχειωνε ακόμα και
μετά από ένα χρόνο. Ένα παρελθόν που αν
μου δινόταν η ευκαιρία ίσως να άλλαζα,
ίσως τροποποιούσα. Ίσως διέγραφα. Γιατί
όταν έχεις ζήσει τόσα πράγματα με έναν
άνθρωπο, δεν μπορείς ξαφνικά με το που
χωρίσουν οι δρόμοι σας, να συνεχίσεις
την ζωή σου σαν να μην έχετε υπάρξει
ποτέ μαζί. Σαν μην έχετε μια κοινή
ιστορία, μια κοινή πορεία. Όταν όμως,
αποφασίζεις πως ήρθε το τέλος της
ιστορίας και είσαι σίγουρος γι' αυτό,
δεν μπορείς να τον βλέπεις σαν έναν
ακόμα άνθρωπο μέσα στο πλήθος. Αλλά σαν
έναν άνθρωπο από τον όποιο προσπαθείς
να κρυφτείς μέσα στο πλήθος.
Δεν
ήθελα να με δει όμως για ακόμα ένα λόγο.
Δεν ήθελα να δει, πως είχα αλλάξει μετά
από αυτόν. Μπορεί να μη το καταλαβαίνουμε
οι περισσότεροι, μα ο κάθε άνθρωπος που
αφήνουμε να μπει στην ζωή μας, είναι σαν
να του δίνουμε το ελεύθερο να την
διαφοροποιήσει ταυτόχρονα. Να κάνει
τις δίκες του αλλαγές και βελτιώσεις.
Έτσι κι αυτός είχε κάνει τις δίκες του.
Μόνο που έκανε πολλές περισσότερες από'
ότι έπρεπε. Το θέμα ήταν όμως, πως αυτές
οι αλλαγές έγιναν πιο αισθητές όταν
έφυγε. Μπορεί αυτός να είχε φύγει, αλλά
θα υπήρχε για πάντα ένα κομμάτι του μέσα
μου. Αυτό ίσως ήταν και τελικά που με
στοίχειωνε. Ο δαίμονας που έπρεπε να
ξορκίσω.
Έτσι
όμως, όπως αυτός είχε αφήσει ένα κομμάτι
του μέσα μου, είχα αφήσει κι εγώ ένα μέσα
σ' εκείνον. Και δεν θα το ξαναέπαιρνα
ποτέ πίσω. Το είχε πάρει μαζί του την
μέρα που χώρισαν οι δρόμοι μας. Όχι,
γιατί το επέλεξε αυτός, αλλά γιατί το
επέλεξα εγώ. Εγώ του επέτρεψα να το πάρει
μαζί του και να με αλλάξει τόσο. Το καλό
με την ψυχή του ανθρώπου, είναι πως το
έδαφος είναι αρκετά γόνιμο αν θελήσει
να σπείρει ξανά όμορφους και χαρούμενους
σπόρους κάνοντας την ζωή του να ανθίσει
ξανά. Ή μπορεί να επιλέξει να συνεχίσει
να ποτίζει τους δυσάρεστους καρπούς
και να ζει πιο δυστυχισμένος απ' όλους.
Κάνοντας
το δεύτερο και αποδεικνύοντας πως πάντα
θα επιλεγώ το λάθος, κατάφερα να βρεθώ
στην κατάσταση που προανέφερα. Να τον
βλέπω παντού και να μην μπορώ να ηρεμίσω,
να συγκεντρωθώ, να προχωρήσω και τελικά
να ζήσω. Τώρα όμως, τον είχα στ' αλήθεια
μπροστά μου και δεν ήξερα τι να κάνω,
πως να συμπεριφερθώ. Να χαιρετήσω; Να
μην χαιρετήσω; Να περάσω και να πω απλά
ένα <<γεια>>; Να περάσω και να
ανεμίσω την κορδέλα μου; Δεν υπήρχε
καμία απάντηση πουθενά. Η κάρδια μου
και το μυαλό μου μάλωναν σε μια εσωτερική
λογομαχία, όταν αποφάσισα να πάρω δυο
βαθειάς ανάσες και να ζυγίζω την κατάσταση
σαν ενήλικη γυναίκα. Άλλωστε τόσο καιρό
ζούσα μόνο με το φάντασμα του, τώρα που
τον είχα μπροστά μου πώς γινόταν να
φοβάμαι παραπάνω;
Φοβόμουν
γιατί ήξερα πως αν έβλεπα τα μάτια του
θα πυροδοτούσα την ιδία φλόγα όπως τότε.
Και απλά θα έπρεπε να υποκριθώ. Δεν ήθελα
να πω ότι όλα πάνε μια χαρά και πως η ζωή
είναι ωραία κι επιτέλους με δικαιώνει
για όλες τις αναποδιές που μου είχε
φέρει παλιά. Ίσως όντως με είχε δικαιώσει,
αλλά δεν έπαυε η τρύπα μέσα μου να
υπάρχει. Η τρύπα στην κάρδια μου. Αυτή
που δημιούργησε όταν μου είχε μιλήσει
έτσι εκείνη την μέρα. Την μέρα που
κατάλαβα πως η αντίστροφη μέτρηση είχε
ξεκινήσει. Τότε που όλα όσα αγαπούσα
πάνω του, είχαν αρχίσει να γίνονται τα
πράγματα που μισούσα στην συμπεριφορά
του. Που το χιούμορ του, είχε γίνει ένα
κακόγουστο αστείο, το όποιο δεν ήθελα
να ακούω. Ακόμα και η φωνή του, έμοιαζε
να έχει αλλάξει και ήθελα να βάψω τις
κουρτίνες στο χρώμα που μισούσε. Το μόνο
όμως που είχε αλλάξει ουσιαστικά, ήμουν
εγώ. Ήμουν εγώ απέναντι του. Μήπως εγώ
η ίδια είχα αρχίσει να στοιχειώνω τον
εαυτό μου; Μήπως έφταιγα εγώ και οι
επιλογές μου;
Ίσως
μεγαλώνοντας και ωριμάζοντας πρέπει
να αλλάζεις και τα δεδομένα στην ζωή
σου, ακόμα και αυτά που αγαπάς και
λατρεύεις και δεν μπορείς να φανταστείς
την ζωή σου μακριά τους. Πρέπει να
αφήνουμε κομμάτια πίσω μας, όχι μόνο
για να ανοίγουμε χώρο για νέα καλυτέρα
ώστε να πάρουν την θέση τους, μα γιατί
έτσι γραφούμε την δική μας ιστορία. Έτσι
χρειάστηκε να τον αφήσω, να με αφήσει
και να αφήσουμε το όλο θέμα. Διότι έπρεπε
να προχωρήσουμε και να μεγαλώσουμε
διότι αν μέναμε μαζί, κάτι τέτοιο δεν
θα συνέβαινε ποτέ.
Υπάρχουν
επιλογές που πονάνε και πληγώνουν. Αυτές
είναι όμως και που μας διαμορφώνουν,
μας κάνουν αυτούς που είμαστε και μας
ωριμάζουν. Γιατί τελικά ίσως ήταν καλό
που ένα κομμάτι μου έμεινε μαζί του, για
να μου θυμίζει πως δεν ήμουν πάντα ο
ίδιος δυνατός άνθρωπος που είμαι τώρα
και πως με τις αποφάσεις και τις πράξεις
μου κατάφερα να σταθώ στα πόδια μου και
να ζω την ζωή την οποία επιλεγώ, με τα
άτομα που αξίζουν να είναι μέσα σε αυτήν.
Τελικά
δεν τον χαιρέτησα εκείνη την μέρα. Όχι,
γιατί δείλιασα, αλλά γιατί δεν χρειαζόταν.
Τον έβλεπα χαρούμενο και αυτό μου
αρκούσε. Μόλις απομακρύνθηκα ένιωσα
πως οι δαίμονες, οι ερινύες και τα
φαντάσματα που με κυνηγούσαν τόσο καιρό
με είχαν αφήσει. Μπορεί να κατάλαβαν
πως δεν χρειαζόμουν πια να μου θυμίζουν
την παρουσία του. Γιατί δεν τον χρειαζόμουν
στην ζωή μου. Είχα προχωρήσει.
πόση αλήθεια μπορείς να κρύψεις πίσω από τις λέξεις? υπέροχο και τόσο αληθινό! απλά! μπράβο σου! <3
ΑπάντησηΔιαγραφήΣ' ευχαριστω γλυκια μου <3
ΑπάντησηΔιαγραφή